Ελάβαμε την κάτωθι επιστολήν και ευχαρίστως την δημοσιεύουμε με την ευγενική άδεια του αδ. Συμεών από την μακρυνήν Αυστραλίαν.
Σεβαστέ π. Εὐστάθιε, εὐλογεῖτε,
Καί σεῖς ἀγαπητοί Ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ.
Αὐτή τή φορά δέν ἔγραψα ποίημα. Ἀλλά θέλω μέ αὐτά πού γράφω νά κάνουμε ἕνα ταξίδι μαζί. Ἔτσι γιά πέντε λεπτά. Κλεῖστε τά μάτια σας. Ἀνοῖξτε τά φτερά τοῦ νοῦ σας. Τώρα πετᾶμε ὅλοι μαζί. Περνᾶμε βουνά, δάση, πεδιάδες, ἄλλες πράσινες καί ἄλλες ἔρημες, θάλασσες, ὠκεανούς, ἠπείρους, μέρη, τοπία, ἕνα ποταμάκι.
Νά τώρα κατεβῆτε. Σταματᾶμε ἐδῶ. Μπροστά μας μιά πόρτα μέσα στήν ἐρημιά. Ἕνα σχοινί. Τραβᾶμε τό σχοινί, ἀκούγεται ἕνα καμπανάκι. Ἀνοίγει ἡ πόρτα μπαίνουμε μέσα. Ποῦ μέσα; Ἀπό τήν ἔξω μεριά πού βρισκόμαστε στήν ἄλλη μεριά τοῦ χωραφιοῦ. Προχωρᾶμε κάπου ἑκατό μέτρα. Βλέπουμε μπροστά μας ἕνα ἐκκλησάκι ἀσπροντυμένο. Στά ἀριστερά δέκα μέτρα ἀπόσταση στέκουν ταπεινά τρία μικρά κελλιά. Πίσω ἀπό τό ἱερό ἕνας τάφος. Εἴκοσι μέτρα πιό πίσω δεξιά ἕνα μεγάλο πλατάνι. Λίγο πιό πίσω ἕνα ποταμάκι. Κοιτάζουμε γύρω γύρω σάν περίεργοι τουρίστες γιά νά ἀπολαύσουμε τό θέαμα τῆς φύσεως. Ἀκοῦμε μιά μελωδία γλυκιά πού ἠχεῖ στά αὐτιά μας ἄρρητα ρήματα. Τό νερό στό ποταμάκι κυλάει ἄλλοτε γρήγορα καί ἄλλοτε ἀργά καί κελαρύζει στίς πέτρες καί τά βραχάκια, στούς πεσμένους στό διάβα του κορμούς δένδρων καί στίς ὄχθες καί ὅ,τι ἄλλο βρεῖ μπροστά του. Στή ἐλαφριά μελωδία τοῦ νεροῦ πού τρέχει, προστίθεται καί τό γλυκύ κελάϊδισμα τῶν πουλιῶν πού κρύβονται στήν παχιά φυλλωσιά τῶν δένδρων, ὁ βόμβος τῶν μελισσῶν πού τρέχουν ἀπό λουλούδι σέ λουλούδι καί τό ἐλαφρύ ἀεράκι πού χαϊδεύει τά φύλλα καί τούς κλώνους τῶν πλατανιῶν. Ὅλα μαζί κάνουν μιά πανέμορφη βυζαντινή χορωδία τῆς φύσεως. Τώρα καθῆστε ἐδῶ κάτω ἀπό τό πλατάνι. Ἡ δροσερή σκιά του εἶναι γιά ὅλους. Τά μακριά κλαδιά του μᾶς σκεπάζουν ὅλους, σάν τήν κλῶσσα πού μέ τά φτερά της σκεπάζει ὅλα τά πουλιά της. Ἐδῶ εἶναι καλοκαίρι καί κάνει ζέστη καί ἡ ὄμορφη σκιά μᾶς ξεκουράζει, ἐνῶ ἡ χορωδία τῶν πουλιῶν καί τῶν μελισσῶν μᾶς νανουρίζει καί ἀναπαύει τό πνεῦμά μας. Ὅλα μαζί, ἡ φύση, τό νερό, τά πουλιά, οἱ μέλισσες ὑμνοῦν καί δοξάζουν τόν Πλάστη τους καί Δημιουργό, τόν Πάνσοφο Θεό μας.
Αὐτό τόν ὄμορφο καί ἤρεμο τόπο διάλεξε ὁ π. Γεράσιμος νά περάση τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του. Ἦταν μόνος του. Ἀλλά δέν ἔνιωθε μόνος. Εἶχε παρέα τόν Ἅγιο Παντελεήμονα, τό πλατάνι, τό ποταμάκι, τά πουλιά καί ὅλη τήν ὀμορφιά τῆς φύσεως πού εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ἔζησε ἤρεμα καί δοξαστικά τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του. Πέθανε πρίν ἀπό δέκα χρόνια. Ὅμως πέθανε γιά νά μήν πεθάνει, ἀλλά γιά νά ζήσει αἰώνια. Γιατί ἤξερε καί πίστευε ὅτι ἐκεῖ πού σβήνει ἡ ζωή τοῦ κόσμου μέ τό ἄνοιγμα τοῦ τάφου, ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ αἰώνια ζωή μέ τό κλείσιμο τοῦ τάφου. Δέν κατάφερε τά τρία κελλιά νά τά κάνει δέκα, εἴκοσι, ἑκατό, ὅπως θά ἤθελε. Κατάφερε ὅμως νά εἶναι μόνος μέ τόν Ἅγιο Παντελεήμονα καί νά ἀπολαμβάνει τή χαρά καί τή δόξα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ἴσως γιά μᾶς νά φαίνεται παράξενο καί δύσκολο, πῶς ἕνα γεροντάκι κατάφερε νά ἀπολαμβάνει αὐτή τήν ὀμορφιά τῆς ζωῆς, κάνοντας μιά ἀσκητική ζωή. Αὐτά ὅμως πού εἶναι ἀδύνατα γιά τούς ἀνθρώπους, γίνονται δυνατά ἀπό τό Θεό. Ἡ πίστη καί ὁ ζῆλος πού εἶχε αὐτό τό γεροντάκι ἦταν τά ἀναγκαῖα ὅπλα πού στόλιζαν τήν καρδιά του καί μ’ αὐτά πολεμοῦσε μέ ἀνδρεία τή μοναξιά τῆς νύκτας καί τῆς ἡμέρας, τήν ἄγρια φύση τοῦ χειμῶνα καί τούς κακούς πειρασμούς τοῦ διαβόλου.
Σήμερα, ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί, 27 Ἰουλίου, μνήμην ἐπιτελοῦμεν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος. Σήμερα πανηγυρίζει τό ἐκκλησάκι πού νοερῶς ἐπισκεφθήκαμε καί εἴδαμε. Σήμερα χαίρονται καί δοξάζουν τό Θεό, μέ τό δικό τους τρόπο, ὁ π. Γεράσιμος, τά κελλιά πού ἄφησε, ὁ τάφος πού μᾶς θυμίζει τήν αἰώνια ζωή, τά πουλιά πού συνεχίζουν νά κελαηδοῦν πάνω ἀπό τό τάφο του, τό πλατάνι πού προσφέρει πλούσια τήν σκιά του, ἔστω καί χωρίς νά κάθωνται ἄνθρωποι ἀπό κάτω, τό νερό στό ποταμάκι πού κελαρύζει ἀκόμη, ὅλη ἡ ὄμορφη φύση πού ἠρεμεῖ καί ἀναπαύει τόν ἄνθρωπο.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Μεγαλομάρτυς Παντελεῆμον, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν πού σέ ἐπισκεφθήκαμε, ἔστω καί νοερῶς. Σεβαστέ καί ἀγαπητέ π. Γεράσιμε, αἰωνία σου ἡ μνήμη καί χάρισε μας τήν γλυκιά φωνή σου καί τήν προσευχή σου. Ναί π. Γεράσιμε, σέ ἀκοῦμε. Γιατί πέθανες πρίν πεθάνεις, καί ζεῖς πέραν τοῦ τάφου στήν αἰώνια ζωή. Ζῆσε στόν κόσμο τοῦ οὐρανοῦ καί θυμήσου κι’ ἐμᾶς πού ζοῦμε ἀκόμη ἐδῶ πού ἔζησες κι’ ἐσύ. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ πού θέλει νά ἀκούσει σάν τίς Μυροφόρες τό ΧΑΙΡΕΤΕ τοῦ Χριστοῦ.
ΧΑΙΡΕΤΕ πάτερ Εὐστάθιε. ΧΑΙΡΕΤΕ ἀδ. Χρυσοβαλάντου. ΧΑΙΡΕΤΕ ἀγαπητοί Ἀδελφοί τήν ΧΑΡΑΝ τοῦ Κυρίου μετά πάντων τῶν Ἁγίων καί τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος καί τοῦ π. Γερασίμου, πού νοερῶς ἐπισκεφθήκαμε. Ἀμήν.
Σᾶς εὐχαριστῶ.
Συμεών Τζάν. 27 Ἰουλίου 2010.