ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ
ΤΟ ΚΑΥΧΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Της Χριστίνας Χαφουσίδου,
Γραμματέως Ενώσεως Ποντίων Πειραιώς
«Θα είμαι πάντα μαζί σας...»
Η αγία εικόνα της Θεομήτορος με τη γαλήνια μορφή και το βαθύ Της βλέμμα που μπαίνει κατευθείαν στην ψυχή και αισθάνεται κανείς ότι βυθίζεται στο αγκάλι της μητέρας, της μεγάλης αδελφής, μιας επιστήθιας φίλης, είναι η παρηγοριά κάθε χριστιανού και αναμφισβήτητα δεν υπάρχει σπίτι ευσεβών που να μην έχει ένα εικόνισμά Της. Πρώτος ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς, με την ευλογία της ίδιας της Θεοτόκου και πάνω σε τρία ξύλα που του έφερε ο άγγελος Κυρίου, ζωγράφισε την αγία Της μορφή. Οι τρεις αυτές εικόνες, τις οποίες ευλόγησε η Παναγία μας, λέγοντας: «Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος ειή δι' εμού μετ’ αυτών», διασώζονται μέχρι τις μέρες μας (!) και η τύχη τους μετά την κοίμηση του Αποστόλου Λουκά πλαισιώνεται από χίλιους θρύλους και ιστορίες. Είναι μεγάλη τιμή για τον Ελληνισμό και οι τρεις τους να βρίσκονται στον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Η μία στο Μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου των Καλαβρύτων, που ιδρύθηκε το 362 μ.Χ. ύστερα από τη θαυμαστή εμφάνισή της στον τόπο εκείνο. Η δεύτερη στη Μονή Κύκκου της Κύπρου, ενώ η τρίτη - στην Ι.Μ. Παναγία Σουμελά του Βερμίου. Ως «Κυρά των Ποντίων» χαρακτηρίζουν την τελευταία και η ιστορία της – πολύπαθη και συγκινητική, όπως και του λαού που επέλεξε η Μεγαλόχαρη για ποίμνιό Της, όπως και της γης που επέλεξε για θρόνο Της.
Όταν ο απόστολος Λουκάς κοιμήθηκε, εμπιστεύτηκε την εικόνα της Παναγίας που κρατά το μικρό Χριστό να ευλογεί με το ένα χέρι και στο άλλο να έχει ένα χειρόγραφο, στον μαθητή του Ανανία. Αργότερα στην Αθήνα κτίστηκε μεγάλος ναός προς τιμή της Θεοτόκου, για να φιλοξενήσει το πανέμορφο εικόνισμά Της. Κατά μία εκδοχή, πρόκειται για τον Παρθενώνα, ο οποίος, όπως είναι γνωστό, είχε όντως μετατραπή σε ορθόδοξο ναό. Τότε αποκαλούνταν «Παναγία η Αθηνιώτισσα», όπως και όταν μεταφέρθηκε στη Θήβα, όπου επίσης για χάρη Της ανοικοδομήθηκε λαμπρός ναός. Η Μητέρα του Θεού όμως αλλού επιθυμούσε να στηθεί ο θρόνος της, και τη βούλησή της αυτή φανέρωσε στον μοναχό Βασίλειο, προστάζοντάς τον μαζί με τον ανηψιό του Σωτήρχο να αλλάξουν ονόματα και από την Αθήνα όπου βρίσκονταν να πάνε στο ναό Της στη Θήβα για να πάρουν τις εντολές Της για τη θέση της νέας Της οικίας. Έτσι, ο Βαρνάβας πλέον και ο Σωφρόνιος, «έχοντας θάρρος και δύναμη», χωρίς να ταράζονται ή να φοβούνται, αφού η ίδια η Παναγία τους υποσχέθηκε πως «θα είναι πάντα μαζί τους», κατευθύνθηκαν στη Θήβα για να δουν την αγία εικόνα Της να αφήνει μόνη της το εικονοστάσι και από το παράθυρο του ναού να φεύγει και να χάνεται στον ουρανό. «...Ακολουθήστε με άφοβα στην Ανατολή. Εγώ προπορεύομαι στο όρος του Μελά, που επέλεξα. Θα είμαι πάντα μαζί σας...», - είπε με τη μελωδική Της φωνή η Θεομήτωρ, και παρόλο που ο δρόμος στο άγνωστο γέμιζε με αγωνία τους δύο μοναχούς, η δυνατή πίστη τους, η εμπιστοσύνη τους στα λόγια της Παναγίας και η έντονη επιθυμία τους να φέρουν εις πέρας τη θεία εντολή αποτελούσαν την πηγή δύναμης, υπομονής και θάρρους. Όπως και χαράς, μεγάλης χαράς, και συγκίνησης, αφού στο μακροχρόνιο ταξίδι τους δεν ήταν λίγες οι φορές που, καταπονεμένοι, διψασμένοι και κουρασμένοι, ύστερα από ζεστή προσευχή, αναζητούσαν το επόμενο σημάδι της Παναγίας για το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν και αυτό –αργά ή γρήγορα- θα βρισκόταν μπροστά τους. Εκεί που τα πόδια δεν τους κρατούσαν από πολύωρη πεζοπορία και οι αμφιβολίες αν κατάλαβαν καλά κάποιο σημάδι της Θεοτόκου πλημμύριζαν το μυαλό τους, μια ένας οδοιπόρος, μια ένα πλοίο, μια κάποιο ζώο, η φύση ολόκληρη θα τους οδηγούσε τελικά ανατολικά, προς το ευλογημένο μέρος «στο όρος Μελά». Πάνω από 5 χρόνια κράτησε η δοκιμασία των δύο μοναχών, μέχρι που μουδιασμένοι άκουσαν έναν χωρικό, που τους φιλοξένησε για μια νύχτα, πως για δείπνο τούς έχει «χόρτα από το χωράφι του» και «ψάρια που τα ψάρεψε ο ίδιος από τον Πυξίτη ποταμό, που κατηφορίζει ...από το όρος Μελά»! Η ολοκλήρωση της εντολής φάνταζε τότε τόσο κοντά. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος πως η μαρτυρική τους πορεία μόλις έφτασε στο αποκορύφωμα, καθώς ένα πυκνό δάσος πανύψηλων δέντρων και άγριων θάμνων, που έκλεινε τον ορίζοντα και έκρυβε τον ουρανό, για αιώνες περίμενε υπομονετικά αυτοί οι δύο άνθρωποι του Θεού κατά βούληση της Μεγαλόχαρης να το διασχίσουν πρώτοι και να το τιμήσουν με το στήσιμο του θρόνου της εκεί. Μια σκυμμένοι και μια μπουσουλώντας, σπάζοντας κλαδιά, αγκομαχώντας στα τυφλά, πιάνοντας κορμούς με σκλήθρες και αγκάθια, που τους ξέσχιζαν τα ρούχα και τη σάρκα, ακόμα και τα παπούτσια, με μόνιμο κίνδυνο να κατρακυλήσουν από την απότομη πλαγιά, θείος και ανηψιός αγωνίζονταν σκληρά να φτάσουν στον προορισμό τους. Καταϊδρωμένοι, ματωμένοι και εξαντλημένοι, αναζητούσαν αγωνιωδώς και πάλι η Παναγία να τους απλώσει το χέρι και να τους βοηθήσει, καθώς είχαν φτάσει στο σημείο της πλαγιάς απ’ όπου μόνο ένα θαύμα θα τους ανέβαζε στο πλάτωμα με τη σπηλιά που διαγράφονταν ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους. Και αυτό συνέβη: ένα πανύψηλο έλατο πίσω τους με τρόπο θαυμαστό έγειρε-έγειρε μέχρι που η κορυφή του ακούμπησε το πλάτωμα, δημιουργώντας έτσι μια γέφυρα. Όμως εκεί πάνω, όπου εκατοντάδες χελιδόνια με τα γλυκά τιτιβίσματα λες και έψελναν χερουβική δοξολογία και πετώντας ασταμάτητα σαν να σχημάτιζαν μικρούς και μεγάλους κύκλους παράξενου αγγελικού χορού, τους περίμενε η μέγιστη δυνατή συγκίνηση. Μέσα από το υπερκόσμιο φως που φεγγοβόλισε τη σπηλιά και απλώθηκε μαγικά στη φύση ολόγυρα, δίνοντας στους μοναχούς την αίσθηση πως βρίσκονταν πλέον στον ουρανό, στο βάθος της σπηλιάς, σε μια κόγχη, λουσμένη στις χρωματιστές ακτίνες στεκόταν η εικόνα της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας! Μεταφέρεται άραγε με λόγια το συναίσθημα που κατακυρίευσε τον Βαρνάβα και τον Σωφρόνιο τη στιγμή της μεγάλης αυτής «συνάντησης»;
Κάπως έτσι ξεκινά η «ζωή» της Παναγίας της Αθηνιώτισσας στον εκλεκτό Πόντο! Οι δύο μοναχοί, αισθανώμενοι συνεχώς το θεϊκό χέρι της Μεγαλόχαρης, Της στήνουν το θρόνο σε τόπο που λες και κρέμεται πάνω από τη γη. Με θαυμαστό τρόπο από την οροφή της σπηλιάς, μπροστά από το σημείο όπου στεκόταν η εικόνα, ύστερα από ζεστή προσευχή των μοναχών, άρχισε να αναβλύζει αγίασμα, παρέχοντάς τους δροσερό νερό, ενώ ένα μουλάρι φορτωμένο με δύο καλάθια τρόφιμα, εργαλεία, ρούχα, σκεύη, βιβλία, εμφανίστηκε μπροστά τους χωρίς να συνοδεύεται από κανέναν. Μόνο ένα σημείωμα ανέφερε ότι το στέλνουν οι αδελφοί από τη Μονή Ιωάννη Βαζελώνος, στον Ηγούμενο της οποίας παρουσιάστηκε η Θεοτόκος δίνοντας την εντολή να αποσταλούν τα απαραίτητα στους δύο μοναχούς που κόπιαζαν να κτίσουν το νέο οίκο Της στο όρος Μελά. Χωρίς να γνωρίζουν πού ήταν ακριβώς η θέση αυτή, εμπιστεύτηκαν το μουλάρι στη Θεία Χάρη Της να το οδηγήσει, όπως και έγινε. Ύστερα από αυτό το συγκινητικό γεγονός καθιερώθηκε κάθε χρόνο την ίδια μέρα να στέλνεται από τη Μονή Σουμελά προς τη Μονή Βαζελώνος ένα φορτωμένο μουλάρι σε ανάμνηση της θαυματουργής βοήθειας.
Πέρασαν χρόνια και ο αρχικά μικρός ναός αντικαταστάθηκε με μεγαλύτερο, πλαισιώθηκε από κελιά και ξενώνες. Χριστιανοί αλλά και μουσουλμάνοι όχι μόνο από τα γύρω ποντιακά χωριά αλλά και από όλη την αυτοκρατορία και εκτός αυτής κατέφευγαν με πίστη να γονατίσουν μπροστά στη θαυματουργή εικόνα, να ζητήσουν τη Χάρη Της. Κανείς δεν έφευγε παραπονεμένος, καθώς στο αντίκρυσμά Της «φλογιζόταν η ματιά και αλάφρωνε η ψυχή απ’ όποιο βάρος κι αν είχε». Όποιος Την κοίταζε στα μάτια, δεν ήθελε να πάρει πίσω το βλέμμα του. Πολλά και τρομερά τα θαύματά Της, μάρτυρες των οποίων ήταν όχι μόνο ο απλός κόσμος, αλλά και οι Αυτοκράτορες και αργότερα οι Σουλτάνοι. Η φήμη της μονής όλο αύξανε τις κτίσεις και τα αμύθητα πλούτη της. Έτσι, πολλές φορές το μοναστήρι βρέθηκε στο στόχαστρο των ληστών, όμως ξαναζωντάνευε από την καταστροφή, με τη βοήθεια της Παναγίας και τη μεγάλη αγάπη που της είχαν οι Πόντιοι και όχι μόνο. Για αιώνες η Παναγία Σουμελά αποτελούσε το φάρο του Ελληνισμού, που ακόμα και τις περιόδους τυραννίας και δουλείας, εκεί πάνω στο ευλογημένο όρος του Μελά, κοντά στον ουρανό, κοντά στη Θεοτόκο, ένιωθε έστω για λίγο λευτερωμένος. Η γιορτή της Μονής, το Δεκαπενταύγουστο, αποτελούσε το γεγονός της χρονιάς για ολόκληρο τον Πόντο, οι εορτασμοί κρατούσαν εννιά μέρες και συγκέντρωναν προσκηνυτές απ’ όλες τις γωνιές του ορθόδοξου κόσμου, ενώ οι λιτανείες με τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια δεν άφηναν κανέναν ασυγκίνητο. Το τραγικό έτος της Γενοκτονίας του 1922 οι ξεριζωμένοι Πόντιοι δεν αποχωρίζονταν μόνο τους άταφους ανθρώπους τους, τις εστίες τους, τον πολιτισμό αιώνων, αποχωρίζονταν και την Κυρά τους, και μαζί σαν να άφηναν τη ζωή τους εκεί. Δεν άντεξαν όμως για πολύ τον χωρισμό τους και μόλις έμαθαν πως πριν αφήσουν τη μονή μερικοί μοναχοί έθαψαν τα πολύτιμα κειμήλια της –μεταξύ αυτών, φυσικά, η αγία εικόνα της Θεομήτορος και ο Σταυρός με το Τίμιο Ξύλο, δώρο του αυτοκράτορα της Tραπεζούντας Mανουήλ Kομνηνού - μερικά χιλιόμετρα από το μοναστήρι, επιδίωξαν την επιστροφή τους σε χριστιανικά χέρια. Το 1931, ύστερα από ενέργειες του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου προς την τουρκική κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού, επιτέλους δόθηκε άδεια μια αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον έναν εκ των μόλις δυο εν ζωή καλόγερων του ιστορικού μοναστηριού, τον Αμβρόσιο Σουμελιώτη, να παραλάβει τον κρυμμένο θησαυρό των Ποντίων, της Ορθοδοξίας, του Ελληνισμού ολόκληρου. «Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος», - είχε γράψει τότε ο υπουργός Πρόνοιας Λεωνίδας Ιασωνίδης, ενώ ένα ποίημα του 1950 θα μεταφέρει τη συνεχιζόμενη αγωνία των Ποντίων να βρεθεί νέος θρόνος για την Παντανάσσα:
Κάπου, Θεέ, να βρεθεί σπηλιά
Μες σ’ έλατα κρυμμένη,
Κάπου, Θεέ, να χτιστή φωλιά,
Φωλιά ευλογημένη...
Κάποτε θα χτιστούν κελλιά
Τριγύρω στη φωλιά σου
Και θα ‘χουν πάλι «Σουμελά»
Τα ποντιόπουλά σου…