«Ἀγάπην δέ μή ἔχω…»
«Ἐάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καί τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δέ μή ἔχω, γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καί ἐάν ἔχω προφητείαν καί εἰδῶ τά μυστήρια πάντα καί πᾶσαν τήν γνῶσιν, καί ἐάν ἔχω πᾶσαν τήν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν εἰμί» (Α΄ Κορ. ιγ΄, 1-2).
Ὅλες αὐτές οἱ δωρεές, γιά τίς ὁποίες μιλάει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι δωρεές πού τό Ἅγιο Πνεῦμα δίνει πρός οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιά χαρίσματα, τά ὁποία δέν ἐξαρ¬τῶνται ἀπό τίς ἀρετές μας, ἀλλά πού δίνονται γιά τό κοινό καλό καί τά ὁποία μποροῦν ἀκόμη νά εἶναι βλαβερά καί νά μᾶς κάνουν νά πέσουμε, γιά παράδειγμα, στήν ὑπερηφάνεια. Μποροῦν νά δοθοῦν ἀκόμα καί σέ αὐτούς πού δέν εἶναι ἄξιοι, ὅπως βλέπουμε κάπου στό Εὐαγγέλιο, ὅπου ὁ Χριστός λέει σ’ αὐτούς πού δηλώνουν ὅτι ἔκαναν ἐκεῖνο ἤ τό ἄλλο στό ὄνομά Του: «Δεν σᾶς γνωρίζω»!
Ἀπεναντίας, ἡ ἀγάπη εἶναι μιά ἀρετή – ἡ κορωνίδα τῶν ἀρετῶν – τήν ὁποία ἀκολουθοῦν ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετές: ταπείνωση, ὑπομονή κλπ.
Ἔτσι, χωρίς τήν ἀγάπη, ὅλες οἱ παραπάνω δωρεές δέν ἀξίζουν τίποτα. Ἔχουν ἀξία μόνο ὅταν βασίζονται στήν ἀγάπη. Γι’ αὐτό ὁ Ἀπό¬στολος συνεχίζει: «Καί ἐάν ψωμίσω πάντα τά ὑπάρχοντά μου, καί ἐάν παραδῶ τό σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι» (Α΄ Κορ. ιγ΄, 3). Τό νά κάνεις ἐλεη¬μοσύνη εἶναι σημάδι εὐσπλαγχνίας καί γενναιοδωρίας καί τό νά δίνεις τήν ζωή σου ἐκφράζει τήν ἀγάπη καί τήν πίστη. Αὐτές οἱ δύο πράξεις, ὅμως, μποροῦν νά γίνουν μέ ὄχι τόσο ἀξιέπαινες προθέσεις: χάριν ἐπιδείξεως ἤ φανατισμοῦ γιά παράδειγμα. Χωρίς τήν ἀγάπη, λοιπόν, δέν ἀξίζουν τίποτα καί εἶναι περισσότερο καταδικαστέες.
Ὁ Ἀπόστολος συνεχίζει καί ἐξηγεῖ αὐτό πού εἶναι ἡ ἀληθινή ἀγάπη: «Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τό κακόν, οὐ χαίρει ἐπί τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δέ τῇ ἀληθείᾳ˙ πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει˙ ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄ Κορ. ιγ΄, 4-7).
Ὅλες αὐτές οἱ δωρεές, δωσμένες «πρός τό συμφέρον» (Α΄ Κορ. ιβ΄, 7), εἶναι πρόσκαιρες μόνο καί μή ὁλοκληρωμένες, καί θά ἔλεγα ἀκόμα καί διφορούμενες, γιατί μπορεῖ νά τίς χάσουμε, ἄν δέν βασίζονται στήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. «Ἐκ μέρους δέ γιγνώσκομεν καί ἐκ μέρους προφητεύομεν˙ ὅταν δέ ἔλθῃ τό τέλειον, τότε τό ἐκ μέρους καταργηθήσεται» (Α΄ Κορ. ιγ΄, 9-10).
Ἀπό τήν ἀγάπη, λοιπόν, ἀναγνωρίζουμε τούς ἀληθινούς ἀκολούθους τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρ¬χουν ἄνθρωποι πολύ μορφωμένοι, πού μιλοῦν μέ εὐφράδεια καί μέ εὐκολία καί πού κάποιες φορές ἔχουν δίκιο στά λεγόμενά τους – καί ὁ διάβολος, ἐπίσης, λέει ἐνίοτε τήν άλήθεια, ἀλλά πάντα γιά νά μᾶς ρίξει. Ἄν παρ’ ὅλα αὐτά οἱ πράξεις αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἀντανακλοῦν μόνο φανατισμό καί ὑπερηφάνεια καί ἄν ὁ ἀκρογωνιαίος λίθος, πού εἶναι ἡ ἀγάπη, ἐκλείπει, καλύτερα νά ἀπομακρυνθοῦμε, γιατί τό μόνο πού θά κάνουν εἶναι νά μᾶς ἀποπλανήσουν. Καί ἐπαναλαμβάνω: ἀκόμα κι ἄν ἔχουν δίκιο σέ ὁρισμένες περιπτώσεις!
Ἐάν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη, τήν ὁποία κηρύττει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ἡ ὁποία βασίζεται στήν ταπείνωση, ὅλα τά προβλήματα, πού ὑπάρχουν στήν Ἐκκλη¬σία, θά βροῦν λύση. Ἐάν μιλάω σέ κάποιον μέ ταπείνωση καί ἀγάπη, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ὑπερήφανος ἤ ὀργισμένος, θά γλυκάνει καί θά μέ ἀκούσει. Δέν εἶναι, λοιπόν, τά ἴδια τά προβλήματα ἡ βαθύτερη αἰτία, ἀλλά ἡ πνευματική μας προδιάθεση, γιά νά ἐκφραστῶ διαφορετικά. Ἡ ἔλλειψη ὀμονοίας καί ἡ ἀνάπτυξη ἔριδων ἔχουν τίς ἴδιες ρίζες. Ὁ καθένας μένει στήν θέση του, τήν ὁποία πιστεύει ὡς σωστή καί ἀσφαλή, καί δέν κάνει καμμιά προσπάθεια νά μπεῖ στήν θέση τοῦ ἄλλου προκειμένου νά βρεῖ μιά πραγματική λύση στά προβλήματα. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὅλα μποροῦν νά λυθοῦν, γιατί εἶναι χτισμένη πάνω στήν Πέτρα τῆς Ἀληθείας. Ἡ ἐμπειρία της εἶναι τεράστια καί ἔχει τό γιατρικό γιά τά πάντα, ὅσο βρισκόμαστε μέσα σ’ Αὐτήν.
Καί γιά νά τελειώσω, ἀναφέρω ξανά τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού γνώρισε τά ἴδια προβλήματα (φιλονεικίες καί ἔριδες), στήν ἐποχή του: «Ἐδηλώθη γάρ μοι περί ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπό τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσί. Λέγω δέ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει˙ ἐγώ μέν εἰμί Παύλου, ἐγώ δέ Ἀπολλώ, ἐγώ δέ Κηφᾶ, ἐγώ δέ Χριστοῦ. Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ὑμῶν; ἤ εἰς τό ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;» (Α΄ Κορ.α΄,11-13).
Λέγοντας ὅλα αὐτά, δέν μιλάω ἀφηρημένα, ἀλλά ἔχω στό μυαλό μου συγκεκριμένα προβλήματα καί ἐλπίζω ἐκείνοι οἱ ὁποίοι ἐμπλέκονται νά ἔλθουν εἰς ἐπίγνωσιν.
Ἀρχιμανδρίτης Κασσιανός